- κόμισε
- κομίζωtake care ofaor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομίζω — κόμισα, κομίστηκα, κομισμένος, φέρνω μαζί μου, μεταφέρω, κουβαλώ: Κόμισε στην πόλη μας όλη του την κινητή περιουσία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κόμισ' — κόμισαι , κομίζω take care of aor imperat mid 2nd sg κόμισα , κομίζω take care of aor ind act 1st sg (homeric ionic) κόμισε , κομίζω take care of aor ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)